- χειροκροτώ
- (α, ε) μετ. , αμετ. аплодировать, рукоплескать;
χειροκροτώ τον ρήτορα — аплодировать оратору
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χειροκροτώ τον ρήτορα — аплодировать оратору
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χειροκροτώ — χειροκροτώ, χειροκρότησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. χειροκροτάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χειροκροτώ — και χειροκρατάω χειροκρότησα, χειροκροτήθηκα, χειροκροτημένος, χτυπώ παλαμάκια: Χειροκροτήθηκε πολύ ο ομιλητής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειροκροτώ — έω, Ν 1. χτυπώ ρυθμικά τα χέρια με ανοιχτές παλάμες ως ένδειξη ενθουσιασμού ή επιδοκιμασίας («τόν χειροκροτούσαν επί πολλήν ώρα») 2. μτφ. επικροτώ, επιδοκιμάζω («η Βουλή, σύσσωμη, χειροκρότησε την εισηγητική έκθεση τού υπουργού»). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
καταχειροκροτώ — έω χειροκροτώ κάποιον με μεγάλο ενθουσιασμό, επευφημώ με χειροκροτήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χειροκροτῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στον Μιλτιάδη Χουρμούζη] … Dictionary of Greek
κροτώ — (AM κροτῶ, έω, Α και κορτώ) 1. κάνω κρότο, παράγω ήχο («ὑπερώησαν δέ οἱ ίπποι κείν ὄχεα κροτέοντες», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι ή χτυπώ κάτι με αποτέλεσμα την παραγωγή κρότου («θύρσω κροτῶν γῆν», Ευρ.) νεοελλ. 1. εκπυρσοκροτώ 2. (το αρσ. μτχ. ενεστ.… … Dictionary of Greek
χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται … Dictionary of Greek
χειροκροτάω — / χειροκροτώ, χειροκρότησα βλ. πίν. 58 και πρβλ. χειροκροτώ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανακροτώ — ἀνακροτῶ ( έω) (Α) σηκώνω τα χέρια και χτυπώ τις παλάμες, χειροκροτώ, επευφημώ ζωηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κροτῶ] … Dictionary of Greek
ανακρούω — (Α ἀνακρούω) νεοελλ. 1. εκτελώ, παίζω «η φιλαρμονική ανέκρουσε τον Εθνικό Ύμνο» 2. φρ. «ανακρούω πρύμναν», υποχωρώ, αλλάζω γνώμη ή τακτική 3. (για ιστιοφόρο ή βάρκα) κινούμαι προς τα πίσω αρχ. 1. σπρώχνω προς τα πίσω 2. συγκρατώ, αναχαιτίζω… … Dictionary of Greek
επικροτώ — (AM ἐπικροτῶ, έω) επιδοκιμάζω, εγκρίνω με ζωηρότητα («Καίσαρι δὲ ἀρνουμένῳ πᾱς ὁ δῆμος ἐπικρότει μετά βοής», Πλούτ.) αρχ. μσν. χειροκροτώ αρχ. 1. χτυπώ, συγκρούω με θόρυβο («ἐπικροτῶ τὰ κύμβαλα») 2. πέφτω με θόρυβο πάνω σε κάτι («τὰ δ’ ἅρματα… … Dictionary of Greek
επιπλαταγώ — ἐπιπλαταγῶ, έω (Α) [πλαταγώ] χειροκροτώ επιδοκιμαστικά … Dictionary of Greek